- μετακλίνω
- μετα - κλίνω: only pass. aor. part. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the tide of battle turn the other way, Il. 11.509†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μετακλίνω — (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά 2. μέσ. μετακλίνομαι α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι β) μεταβάλλομαι γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.… … Dictionary of Greek
αμετάκλιτος — ἀμετάκλιτος, ον (Μ) [μετακλίνω] άκαμπτος, σταθερός … Dictionary of Greek
αμετακλινής — ἀμετακλινής, ές (Α) [μετακλίνω] άκαμπτος … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
μετάκλιση — η (ΑM μετάκλισις) [μετακλίνω] νεοελλ. γεωλ. η διατάραξη ή μετακίνηση τής αρχικής οριζόντιας θέσης γεωλογικών στρωμάτων χωρίς τη δημιουργία ρήγματος μσν. γραμμ. (κατά τον Ευστ.), το να ανήκει ένας τύπος συντακτικώς σε δύο χρόνους, π.χ. λέγων, μτχ … Dictionary of Greek
συμμετακλίνομαι — Α (σε δείπνο) ξαπλώνω σε ανάκλιντρο ταυτόχρονα, κατακλίνομαι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακλίνω / ομαι «κλίνω, κατακλίνομαι»] … Dictionary of Greek